- τσακωνικός
- -ή, -ό, και τσακώνικος, -η, -ο, Ν [Τσάκωνας]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τσάκωνες ή στην Τσακωνία2. το ουδ. ως ουσ. το τσακώνικοο καρπός μιας ποικιλίας τού φυτού απιδιά η κοινή3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσακωνικά και τσακώνικαη τσακωνική διάλεκτος4. φρ. τσακωνική διάλεκτος» ή απλώς, «η Τσακωνική» — διάλεκτος τών σημερινών Τσακώνων, η οποία διακρίνεται για την ιδιορρυθμία και την αρχαϊκότητά της και θεωρείται ότι είναι η μόνη νεοελληνική διάλεκτος που δεν προήλθε από την Αττική κοινή αλλά απευθείας από τη Λακωνική, τής οποίας αποτελεί συνέχεια και αδιάκοπη εξέλιξη.επίρρ...τσακωνικά και τσακώνικαστην τσακωνική διάλεκτο.
Dictionary of Greek. 2013.